Το καφενείο «Ακρόπολις». Το σύμβολο της παλιάς Μυκόνου με τα θρυλικά πανηγύρια και τις οινοποσίες βάζει πλώρη για νέες περιπέτειες

1003

Μύκονος 1937. Στην πλατεία της Άνω Μεράς Μυκόνου, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Φρατζέσκος Μονογυιός, γνωστός και με το παρατσούκλι «Καλλιβρούσης», αγοράζει ένα κεντρικό ακίνητο δίπλα από την Μονή της Τουρλιανής, για να δημιουργήσει ένα οίνο-καφενείο, που θα ονομάσει «Η Ακρόπολις».
Στην μέχρι τότε πορεία του, ο Μονογυιός έχει κάνει τη θητεία του ως μάγειρας στο θωρηκτό Αβέρωφ και μετά εγκαταστάθηκε για λίγο στο Νεώριον της Σύρου, όπου μέσα σε μια τρύπα που θύμιζε αυτοσχέδιο καλύβι, τηγάνιζε μαριδάκι που το σέρβιρε σε χωνί εφημερίδας στους εργάτες του Ναυπηγείου.
Σύντομα οι κάτοικοι του νησιού έκαναν την «Ακρόπολη» το στέκι τους. Μαζεύονταν τα Σαββατοκύριακα με τις οικογένειες τους και διοργάνωναν εκεί ακόμα και το κεντρικό γλέντι για τα εννιάμερα της Παναγίας τον Αύγουστο που ξενύχταγε όλη την περιοχή με επισκέπτες και από τα γύρω νησιά.
Μια από της σπεσιαλιτέ που ακόμα και σήμερα θυμούνται οι παλιοί στην πλατεία, ήταν ο Μπακαλιάρος πλακί, ενώ όλοι θυμούνται τον ιδιοκτήτη να πίνει στα τραπέζια της ταβέρνας παρέα με τους θαμώνες, ανασηκώνοντας το ποτήρι του και αναφωνώντας : «Βίβα πρώτο» ή «Να μας συγχωρέσει ο Θεός που αργήσαμε να το πιούμε».
Τα βαρέλια ήταν πάντα γεμάτα και τα γλέντια που γινόντουσαν εκεί έχουν αφήσει ιστορία. Το πρωί ο καφές γινόταν σε μια χτιστή χόβολη στην γωνία του μαγαζιού, για να συζητήσουν την προηγούμενη βραδιά τους και να αναχωρήσουν προς την καθημερινότητα τους. Καθημερινότητα σε εποχές που το φασκόμηλο μύριζε ολόγυρα, τα φρύανα τα δένανε στα γαϊδούρια τους και τα μετέφεραν για προσάναμμα στον ξυλόφουρνο, συνήθως μετά από μια καλή ψαριά που έκαναν χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία.

Το καλοκαίρι πρωταγωνιστούσε η κοπανιστή με σταφύλι ή καρπούζι σε βρεγμένο παξιμάδι, λούζα που την κρεμούσαν σε πολλά σπίτια, παραδοσιακά λουκάνικα, ποιοτικό κρασί που καλλιεργούσαν σε μικρές ποσότητες και τέλος αμυγδαλωτά για κέρασμα.

Μια από της σπεσιαλιτέ που ακόμα και σήμερα θυμούνται οι παλιοί στην πλατεία, ήταν ο Μπακαλιάρος πλακί, ενώ όλοι θυμούνται τον ιδιοκτήτη να πίνει στα τραπέζια της ταβέρνας παρέα με τους θαμώνες, ανασηκώνοντας το ποτήρι του και αναφωνώντας : «Βίβα πρώτο» ή «Να μας συγχωρέσει ο Θεός που αργήσαμε να το πιούμε».

Επιστροφή στην παλιά Μύκονο
Η σύζυγος του Φρατζέσκου Μονογυιού ήταν η γνωστή μαμή του νησιού, Ευγενία Μονογυιού (Σταυρακοπούλου) που είχε σπουδάσει στην Αθήνα με τον Γυναικολόγο Νικόλαο Λούρο και ο αστικός μύθος λέει πως έκανε στην διάρκεια της θητείας της περισσότερες από 2.500 γέννες στο νησί, ενώ η ίδια γέννησε τρία παιδιά τον Γιάννη την Καλλιόπη και την Άννα.
Ο Γιάννης Μονογυιός που γεννήθηκε το 1932, σήμερα 84 ετών, επισκέφθηκε πρόσφατα το νησί με τα δυο του παιδιά, για να ξανά δει το μέρος που γεννήθηκε, να συναντήσει τις αδελφές του και τα ανίψια του, να επισκεφθεί τον τόπο που μεγάλωσε και να επισκεφθεί τους αγαπημένους γονείς του στο νεκροταφείο της Άνω Μεράς. Συνομιλώντας μαζί του για την Μύκονο των παιδικών του ετών, σταχυολογήσαμε τα παρακάτω.

Η ανιδιοτελής φιλοξενία των κατοίκων τα χρόνια εκείνα. Με χαρά έκοβαν το τελευταίο λουλούδι που είχαν στον κήπο τους και το προσφέρανε σε κάποιο τουρίστα που ήθελε να το φωτογραφίσει και μοναδική τους ανταμοιβή, ήταν μία καρτποστάλ που τους ταχυδρομούσαν απ’ το εξωτερικό. Άλλες φορές, ανταμοιβή τους ήταν ένα χαμόγελο για το γλυκό του κουταλιού που έβγαιναν να φιλέψουν, όταν έβλεπαν τους ξένους να πλησιάζουν το σπίτι τους. Οι Μυκονιάτες ήταν πάντα ανοιχτοί σε καινούριες ιδέες. Αποδέχονταν τους ξένους τουρίστες και τις «πρωτοποριακές» ιδέες τους. Τη δεκαετία του ’50, όταν ακόμα η ελληνική κοινωνία ήταν άκρως συντηρητική, στη Μύκονο έρχονταν άνθρωποι για να κάνουν ανενόχλητοι γυμνισμό, καθώς ακόμα και ο Δεσπότης τους υποστήριζε.

Ο Γιάννης Μονογυιός που γεννήθηκε το 1932, σήμερα 84 ετών, επισκέφθηκε πρόσφατα το νησί με τα δυο του παιδιά, για να ξανά δει το μέρος που γεννήθηκε, να συναντήσει τις αδελφές του και τα ανίψια του, να επισκεφθεί τον τόπο που μεγάλωσε και να επισκεφθεί τους αγαπημένους γονείς του στο νεκροταφείο της Άνω Μεράς.

Η Δήλος ανέβαζε το ποιοτικό επίπεδο των επισκεπτών στο νησί. Το ιερό νησί της αρχαιότητας έλαμπε κατάλευκο, επιβεβαιώνοντας τον αρχαίο μύθο που έλεγε ότι εκεί γεννήθηκε ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός. Τα καϊκιά περνούσαν τους επισκέπτες απέναντι, για να δουν από κοντά έναν τόπο που ο χρόνος είχε αφήσει ανέγγιχτο. Μπορούσαν να δουν τις πολυτελής βίλες τους αρχαίων «επιχειρηματιών», να περπατήσουν στα δρομάκια του νησιού που κάποτε φιλοξενούσε έμπορους από κάθε γωνιά της γης. Αλλά η ιστορία του νησιού δεν εξαντλείται στη Δήλο.

Η Μικρή Βενετία, που σήμερα φωτογραφίζεται από χιλιάδες τουρίστες, ήταν το αγκυροβόλι του θρυλικού πειρατή Μερμελέχα, που έσπερνε τον τρόμο στο Αιγαίο, αλλά σαν ένας άλλος «Ρομπέν των Δασών», έδινε μέρος απ’ τα λάφυρά του στους κατοίκους του νησιού. Απ’ τα στενά σοκάκια της Μυκόνου ξεκίνησε και Μαντώ Μαυρογένους τον αγώνα της για την επανάσταση του 1821. Ξεσήκωσε τους ντόπιους εναντίον των Τούρκων και έδωσε όλη της την περιουσία, για να αγοράσει πλοία για τον αγώνα.

Εξίσου γενναιόδωροι ήταν όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Άνοιγαν το σπίτι τους για να υποδεχτούν τους επισκέπτες. Τότε απλώνανε σε μια στιγμή τον τρόπο ζωής τους, από τον αργαλειό και τα υφαντά τους, το γραμμόφωνο τους, το σίδερο με τα κάρβουνα και τα λυχνάρια. Ο φούρνος τους είχε μια σπουδαιότητα για τον νοικοκύρη και ο Μύλος του χωριού έκρυβε ιστορίες πείνας από την εποχή της κατοχής.
Για την Κατοχή δεν ήθελε να μιλήσει πολύ, την έζησε στην πιο τρυφερή ηλικία των οκτώ με δώδεκα ετών του. Η πείνα κάνει τον άνθρωπο σκληρό, να θέλει μόνο να επιβιώσει και να ξεχνά τα υπόλοιπα που μας δίδαξαν οι γονείς μας. Ιστορίες μας είπε με Γερμανούς και Ιταλούς αλλά είναι παρόμοιες με όσες θα ακούσεις από όλους όσους βιώσαν τον τρόμο της εποχής εκείνης, όπως σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της πατρίδας μας.

Η Άνω Μερά

Οι Γυαλούδες
Το μόνο που διαφοροποιούσε την ζωή τους με άλλες περιοχές, ήταν πως οι φυσικοί πόροι του νησιού ήταν ελάχιστοι και τους ανάγκαζε να είναι εφευρετικοί για την επιβίωση τους. Η απόκτηση ενός ξύλου που ξέρασε η θάλασσα στην Φτελιά και σε άλλες παραλίες (είτε από μακρινά ποτάμια που κατέληγαν στην θάλασσα ή από κάποια πλοία που πέρναγαν κοντά) ήταν μεγάλης αξίας και μπορούσε να συντηρήσει μια οικογένεια για μια εβδομάδα αν το αντάλλασσες με τρόφιμα. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά τους όταν το έβρισκαν, που το κουβαλούσαν στην πλάτη τους μέχρι την Άνω Μερά, χωρίς γαϊδούρι, στις 3:00 τα ξημερώματα.
Στον γιαλό το βράδυ συνήθως εμφανιζόντουσαν οι «Γυαλούδες», βγαλμένες από την θάλασσα και την φαντασία τους, ενώ τα μεσάνυχτα τρόμαζαν τα μικρά παιδιά πως θα τα πάρει ο «Διάσκελος», ένας γίγαντας που ο διασκελισμός του έφτανε να πατά το ένα πόδι του στο ένα οικόπεδο σε σταυροδρόμι και το άλλο του πόδι στον απέναντι δρόμο μέσα από το αντικριστό οικόπεδο.

Γιάννης Μονογυιός

Η αγάπη του κόσμου για την Παναγία ιδιαίτερη και το εκκλησάκι στο κτήμα τους συνήθως από τους ναυτικούς, απαραίτητο για την ισορροπία της ζωή τους. Οι ευεργέτες της περιοχής ήταν πολλοί και σημαντικοί αλλά και οι απλοί γείτονες που βοηθούσαν ο ένας τον άλλον ήταν σημαντικότεροι. «Οι αχάριστοι άνθρωποι δεν ταιριάζουν στο νησί», καταλήγει ο Μονογυιός και συμπληρώνει «η αχαριστία δεν πρέπει να βρίσκει χώρο στο νησί μας».

Διαβάστε επίσης: Πού βρίσκονται οι Σεϋχέλλες της Ελλάδας; Η εξωτική παραλία που δημιουργήθηκε κατά λάθος, με τα γαλάζια νερά και τα επιβλητικά βράχια (βίντεο)