Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Ποια είναι τα συμπτώματα και ποιοι οι τρόποι αντιμετώπισης
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ή αλλιώς η «αόρατη νόσος» είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαταραχή. Οι ασθενείς νιώθουν υπερβολική κούραση σε σημείο να αδυνατούν πολλές φορές να αυτοεξυπηρετηθούν και να κάνουν απλά καθημερινά πράγματα, όπως να σηκωθούν από το κρεβάτι.
Τα βασικά συμπτώματα του συνδρόμου είναι έντονος πονοκέφαλος και πόνοι στους μυς και στις αρθρώσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος τραυματισμός ή ρευματολογική ασθένεια.
Μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα κρυολογήματος, όπως ρίγος, πυρετό, έντονη εφίδρωση, πονόλαιμο και πεπτικά προβλήματα.
Νιώθουν εξαντλημένοι και αδύναμοι. Δεν έχουν αντοχές να κάνουν τις καθημερινές τους υποχρεώσεις. Έχουν έλλειψη συγκέντρωσης και απώλεια μνήμης. Ζαλίζονται και έχουν τάσεις λιποθυμίας.
Συνήθως τα συμπτώματα χειροτερεύουν όσο περνάει ο καιρός.
Οι ασθενείς μπορεί να καταρρεύσουν, ακόμη και μετά από μια απλή δραστηριότητα, όπως ένα ντους ή ψώνια στο σούπερ μάρκετ.
Όσοι υποφέρουν από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν προσποιούνται ότι είναι άρρωστοι.
«Η κόπωση που νιώθουν είναι πολύ διαφορετική από την απλή κούραση. Είναι σοβαρή ασθένεια και δεν προκαλείται μετά από μια δύσκολη δουλειά που έκαναν. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς με λίγη ξεκούραση και καλό ύπνο.» εξηγεί το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης των Ασθενειών.
Η διάγνωση του συνδρόμου είναι δύσκολη γιατί δεν έχει συγκεκριμένα φυσικά συμπτώματα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις που μπορούν βοηθήσουν στη διάγνωση.
Έτσι, πολλοί γιατροί αποδίδουν τις ενδείξεις σε άλλες ασθένειες. Οι ασθενείς νιώθουν ότι δεν τους καταλαβαίνει κανείς.
Τα αίτια της «αόρατης νόσου» παραμένουν άγνωστα και συγκεχυμένα.
Ψυχολογικοί, ενδοκρινικοί, γενετικοί ή ακόμη και νευρολογικοί παράγοντες μπορεί να οφείλονται για την εμφάνιση του συνδρόμου.
Συνήθως προκαλείται σε όσους εργάζονται πολλές ώρες και δέχονται ψυχική και σωματική πίεση.
Προς το παρόν δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη θεραπεία.
Οι γιατροί συμβουλεύουν τους ασθενείς να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν μεμονωμένα το κάθε σύμπτωμα που εμφανίζουν.
Ένας ψυχολόγος ίσως βοηθήσει να βρεθούν οι πιθανές αιτίες του συνδρόμου και έτσι, να δουν ποιες τεχνικές θα τον ανακουφίσουν.
Αν για παράδειγμα, ο ασθενής έχει πρόβλημα στο ύπνο, πρέπει να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ύπνου. Πρέπει να κοιμάται και να ξυπνάει κάθε μέρα την ίδια ώρα. Η τηλεόραση, ο υπολογιστής, το κινητό και οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρονική συσκευή με υψηλή ακτινοβολία δεν πρέπει να υπάρχει στο υπνοδωμάτιο.
Σε περίπτωση που έχει πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις και τα παυσίπονα δεν βοηθάνε, πρέπει να συμβουλευτεί ειδικό γιατρό.
Για να μειωθεί το αίσθημα της εξάντλησης στην καθημερινότητά του, μπορεί να κάθεται ενώ μαγειρεύει ή κάνει μπάνιο.
Αλλαγές στον τρόπο ζωής, η μείωση της έντασης των δραστηριοτήτων και η αντιμετώπιση του στρες, μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της κατάστασής του.
Η διακοπή του καπνίσματος, η σωστή διατροφή και η μείωση της κατανάλωσης του αλκοόλ μπορούν επίσης, να βοηθήσουν.
Παρ’ όλα αυτά, όποιος παρουσιάζει βελτίωση ακόμη και όταν νιώσει καλύτερα, δεν πρέπει να φορτώσει πολύ το πρόγραμμά του γιατί υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει πάλι.