Φαίη Χρυσοχόου. «Δεν κρατάω κακία στον άνθρωπο που πυροβόλησε πάνω από τα κεφάλια μας». Τι λέει η ρεπόρτερ για το περιστατικό
«Θα αυτοκτονήσουμε όλοι μαζί». Αυτές οι λέξεις που έλεγε ο θείος του άτυχου Μάριου, τις στιγμές που έριχνε τις πιστολιές στον αέρα έξω από το Εφετείο, «ηχούν» ακόμη στο μυαλό μου.
Αν ως επαγγελματίας άκουγα αυτά ή παρόμοια λόγια σε κάποια εμπόλεμη ζώνη, ή σε μια ομηρεία όπου ο δράστης κάνει τα πάντα για να ξεφύγει, δεν θα μου έκανε εντύπωση.
Θα επρόκειτο για λογικές αντιδράσεις ανθρώπων, που προσπαθούν να σώσουν τις ζωές τους.
Έξω από κτήριο της δικαιοσύνης όμως και δίπλα από το «σπίτι» της αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας, αυτό σοκάρει.
«Αισθάνομαι ότι θα γεράσουμε και δεν θα τον βρούμε (σ.σ. τον Μάριο Παπαγεωργίου) γιατί έχουμε μπλέξει με λαμόγια», έλεγε ο θείος του.
Όσο μιλούσε στις κάμερες τον έβλεπα να έχει το δεξί του χέρι, πίσω από την πλάτη. Μπορεί και να έστρωνε τα ρούχα πάνω του. Μπορεί και να ξυνόταν. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έψαχνε το όπλο, που είχε στη ζώνη. Φαινόταν ήρεμος αλλά μέσα του μάλλον «έβραζε».
Μετά τους τέσσερις πρώτους πυροβολισμούς, ο θείος του Μάριου έκανε άλλη μια προσπάθεια να ρίξει. Το όπλο όμως μπλόκαρε και αυτό έφτανε για να απομακρυνθούμε λίγα μέτρα από κοντά του. Για να πάμε όμως που; Να ζητήσουμε βοήθεια από ποιον; Κοιτούσαμε γύρω μας και υπήρχαν μόνο πολίτες, μεταξύ των οποίων και οι συγγενείς του Μάριου, που παρακολουθούσαν έκπληκτοι.
Μετά τις πιστολιές ο θείος του Μάριου έφυγε σαν κύριος, για να τον πιάσουν παρακάτω αστυνομικοί με πολιτικά που ήταν εκτός υπηρεσίας και περίμεναν να καταθέσουν σε άλλη υπόθεση του Εφετείου.
Δυστυχώς όμως το πράγμα δεν σταμάτησε εκεί.
Εμείς προσπαθούσαμε να ακολουθήσουμε τον «πιστολέρο» για να καλύψουμε το γεγονός και ταυτόχρονα ακούγαμε κάποιους να μας καταριούνται, επειδή όπως έλεγαν, «δίναμε» το θείο του Μάριου στην αστυνομία. Μόνο που αστυνομία δεν υπήρχε στο χώρο και ο άνθρωπος είχε φύγει ανενόχλητος, για να συλληφθεί παρακάτω.
Αργότερα σε κάποιες αναρτήσεις φίλων στο facebook, κάποιοι έγραφαν ότι οι σφαίρες πήγαν τσάμπα και ότι τελικά έπρεπε να μας είχε πυροβολήσει.
Τώρα, ποια «δύναμη» είναι αυτή που τους έλεγε ότι για την εξαφάνιση του νέου και τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, φταίνει δημοσιογράφοι και κάμεραμαν που βρέθηκαν στο Εφετείο, να καλύψουν την αναβολή μια δίκης, δεν μπορώ να καταλάβω. Ίσως εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα της εποχής που σχεδόν για κάθε θέμα της επικαιρότητας, όλοι είναι εναντίον όλων.
Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Έπρεπε να κρατήσω τη ψυχραιμία μου, για να μεταδώσω χωρίς υπερβολές το γεγονός στον Ant1, που αμέσως διέκοψε το πρόγραμμά του, για να βγάλει έκτακτο.
Όσο τα γεγονότα εξελίσσονταν, οι δικοί μου είχαν τρελαθεί από την αγωνία τους. Ο άνδρας μου με καλούσε στο κινητό αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω, γιατί ήμουν στον «αέρα». Το ίδιο συνέβη με τη μητέρα, την αδερφή μου και άλλους δικούς μου ανθρώπους.
Μετά από ώρες που κρύωσε το πράγμα και πήγα σπίτι μου, «πάγωσα» όταν θυμήθηκα τα γεγονότα. Στα περίπου 25 χρόνια που εργάζομαι, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα ξυπνήσω το πρωί να πάω στη δουλειά και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην γυρίσω. Ούτε τώρα το πιστεύω.
Ο φόβος δεν είναι καλός σύμβουλος. Δυστυχώς όμως, φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου πρέπει να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού και να σε κρατάει σε εγρήγορση.
Πολλοί με ρωτούν για τον άνθρωπο που πυροβολούσε πάνω από τα κεφάλια μας. Τι θα έκανα αν τον συναντούσα ξανά. Δεν τον ήξερα και μάλλον δεν θα τον ξανασυναντήσω.
Παραλίγο να μας ξεκληρίσει, αλλά δεν του κρατάω κακία.
Απορώ φυσικά με την ακραία του αντίδραση, αλλά δεν έχω καμία διάθεση να τον κρίνω. Ελπίζω να βρει το δρόμο του και κάποια στιγμή η οικογένειά του, να μπορέσει να τιμήσει και να θρηνήσει, όπως επιθυμεί, τη μνήμη του άτυχου Μάριου.