Γιατί οι στρατιώτες αναπολούν τον πόλεμο; Για ποιο λόγο οι μαχητές νοσταλγούν τη θητεία τους όταν επιστρέφουν;
Ο Αλμπέρ και ο Εντουάρ ήταν δύο Γάλλοι στρατιώτες που υπηρέτησαν στον Α’ παγκόσμιο.
Στάθηκαν τυχεροί, καθώς κατάφεραν να αποφύγουν σοβαρούς κινδύνους και τραυματισμούς για τα πρώτα τέσσερα χρόνια του πολέμου.
Μέχρι που, λίγο καιρό πριν τη λήξη των εχθροπραξιών, ο διοικητής τούς διέταξε να ολοκληρώσουν μία τελευταία αποστολή, η οποία κόντεψε να αποβεί μοιραία.
Ο Εντουάρ έσωσε τον Αλμπέρ από σίγουρο θάνατο, αλλά την τελευταία στιγμή τραυματίστηκε από μία έκρηξη, με αποτέλεσμα να παραμορφωθεί το πρόσωπό του.
Η ανάρρωση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Αλλά στο πλευρό του βρισκόταν πάντα ο αφοσιωμένος φίλος του, ο Αλμπέρ.
Ο αδελφικός δεσμός μεταξύ των δύο στρατιωτών είναι προϊόν της φαντασίας του Γάλλου μυθιστοριογράφου, Πιερ Λεμέτρ, το βιβλίο του οποίου μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με τίτλο «Ραντεβού Εκεί Ψηλά», σε σκηνοθεσία Αλμπέρ Ντιμποντέλ, απέσπασε 5 Βραβεία Σεζάρ και προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά φανταστικοί είναι οι στενοί δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ των στρατιωτών και αποτελούν το βασικό λόγο για τον οποίο αναπολούν τα πεδία των μαχών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Αμερικάνοι στρατιώτες που πολέμησαν στο Αφγανιστάν.
Η «κόλαση» στο Ρεστρέπο
Τον Μάιο του 2007, ξεκίνησε άλλη μία 15μηνη παραμονή Αμερικάνων στρατιωτών στο φυλάκιο Ρεστρέπο στο Αφγανιστάν.
Ήταν ένα μικρό φυλάκιο που έχτισαν οι ίδιοι οι στρατιώτες ψηλά, στις απόκρημνες πλαγιές των βουνών γύρω από την κοιλάδα Κόρανγκαλ.
Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ίντερνετ. Το νερό και η τροφή ήταν περιορισμένα. Οι στρατιώτες δεν είχαν κανένα τρόπο να πλυθούν ούτε άλλαζαν ρούχα.
Όταν ερχόταν η νέα φρουρά, μετά από 30 μέρες και οι παλιοί κατέβαιναν στην κεντρική βάση, οι στολές τους καίγονταν επιτόπου.
Το φυλάκιο Ρεστρέπο και η κοιλάδα Κόρανγκαλ δέχτηκαν περισσότερα πυρά απ’ οποιοδήποτε άλλο μέρος στο Αφγανιστάν, από την αρχή του πολέμου το 2001.
Σχεδόν κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, οι στρατιώτες στο φυλάκιο ξυπνούσαν και κοιμόντουσαν με τις σφαίρες να περνάνε ξυστά πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Όσοι το βίωσαν, το περιέγραψαν ως «κόλαση».
Μόνιμο θέμα συζήτησης ήταν πόσο ανυπομονούσαν όλοι να γυρίσουν στην πατρίδα και τις οικογένειές τους.
Ανάμεσά τους ήταν και δύο δημοσιογράφοι, ο Αμερικάνος Σεμπάστιαν Γιούνγκερ και ο Βρετανός φωτορεπόρτερ Τιμ Χεδέρινγτον, οι οποίοι κινηματογραφούσαν την καθημερινότητα των στρατιωτών στο Ρεστρέπο.
Δεν ξαφνιάστηκαν με τη συνεχόμενη γκρίνια. Ήταν μάλλον αναμενόμενο, καθώς οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες που είχαν υπάρξει από την αρχή του πολέμου.
Αυτό που τους έκανε εντύπωση ήταν η απάντηση που έλαβαν μετά από μήνες, όταν συνάντησαν τους στρατιώτες στην αμερικάνικη βάση στην Ιταλία, καθώς ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, και τους ρώτησαν αν χαίρονταν που θα γύριζαν πίσω.
Ούτε ένας στρατιώτης δεν απάντησε καταφατικά.
Όλοι αναπολούσαν τις μέρες στο Ρεστρέπο και δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν στον πόλεμο.
Χρόνια αργότερα, ο Γιούνγκερ κάλεσε έναν απ’ τους στρατιώτες του Ρεστρέπο σε ένα δείπνο στο σπίτι του.
Μία απ’ τις καλεσμένες τον ρώτησε αν του έλειπε τίποτα από το Αφγανιστάν.
Ο στρατιώτης απάντησε χωρίς στιγμή δισταγμού: «Μου λείπουν τα πάντα».
Ο Γιούνγκερ εξεπλάγην, καθώς γνώριζε ότι ο στρατιώτης έπασχε από Μετατραυματικό Σύνδρομο και είχε πολύ συχνές και πολύ ισχυρές κρίσεις.
Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να του λείπουν οι πιο εφιαλτικές στιγμές της ζωής του, οι οποίες, όπως όλα έδειχναν, στοίχειωναν ακόμη την καθημερινότητά του.
Ο Γιούνγκερ επιχείρησε να δώσει μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα, μέσα από το βιβλίο του, με τίτλο «Tribe», όπου εξηγεί ότι αυτό που πραγματικά αναπολούν οι στρατιώτες δεν είναι ο πόλεμος και η βία, αλλά η αίσθηση της «αδελφοσύνης», οι στενοί δεσμοί που αναπτύσσουν με τους άλλους στρατιώτες και τους οποίους είναι αδύνατον να ξαναβρούν στη σύγχρονη, δυτική κοινωνία.
Φυλή, αδελφότητα και αποξένωση
Ο Γιούνγκερ διαφοροποιεί τη έννοια της φιλίας από την έννοια της αδελφοσύνης.
Η φιλία, εξηγεί, βασίζεται στην αμοιβαία συμπάθεια. Αντιθέτως, στο Ρεστρέπο, είχε δει πραγματική αντιπάθεια μεταξύ στρατιωτών, ακόμα και σε βαθμό μίσους, οι οποίοι όμως ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλον.
Αυτό που υπερτερούσε, τονίζει, δεν ήταν τα προσωπικά συναισθήματα του καθενός, αλλά το καλό της ομάδας. Η ανάγκη να επιβιώσει το σύνολο, ακόμα κι αν αυτό απαιτούσε παράπλευρες απώλειες.
Σύμφωνα με τον Γιούνγκερ, η πεποίθηση των στρατιωτών ότι υπήρχε ένας απώτερος σκοπός ζωής, η προστασία των συντρόφων τους και η επιβίωση στο φυλάκιο, διατηρούσε τη ψυχολογία τους σε πολύ ψηλά επίπεδα, παρά τις κακουχίες.
Τα δεδομένα όμως είναι πολύ διαφορετικά όταν οι στρατιώτες επιστρέφουν στην πατρίδα τους και πρέπει να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα ως απλοί πολίτες.
Πρέπει να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο τους προσωπικούς τους εφιάλτες και ψυχολογικά τραύματα από τις εμπειρίες του πολέμου, αλλά και να μάθουν εκ νέου τους κανόνες της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας.
Ο Γιούνγκερ τονίζει ότι η δυσκολία δεν έγκειται αποκλειστικά στα ψυχολογικά τραύματα των στρατιωτών, αλλά και στην ίδια την κοινωνία.
Πολλές χώρες έχουν μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις, στις οποίες τα κρούσματα Μετατραυματικού Συνδρόμου είναι ελάχιστα έως και ανύπαρκτα.
Σε χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ και η Συρία, ο όρος είναι σχεδόν άγνωστες, παρά το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά στρατιωτών έχει μεγαλώσει μέσα στη βία του πολέμου.
Στο Ισράηλ, μόλις το 1% των εν ενεργεία αλλά και βετεράνων στρατιωτών πάσχει από Μετατραυματικό Σύνδρομο.
Στις ΗΠΑ όμως, τα ποσοστά ξεπερνούν το 15% με 20%.
Η αιτία, υποστηρίζει ο Γιούνγκερ, είναι δομή της σύγχρονης κοινωνίας, όπου επικρατεί η αποξένωση και οι δεσμοί μεταξύ συμπολιτών όλο και αλλοιώνονται.
Στον πόλεμο οι ρόλοι, τα καθήκοντα και οι στόχοι του καθενός είναι ξεκάθαρα και η εμπιστοσύνη στην ομάδα τυφλή.
Στην κοινωνία της ειρήνης, όλα είναι διφορούμενα και η έννοια του «κοινού καλού» έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί.
Η μετάβαση από τη μία πραγματικότητα στην άλλη προκαλεί την αίσθηση αβεβαιότητας και αστάθειας στους στρατιώτες που επιστρέφουν.
Στη σύγχρονη δυτική κοινωνία, όπου οι βασικές ανάγκες όλων είναι εξασφαλισμένες, ο κόσμος δεν μπορεί να νιώσει απαραίτητος.
Αυτή η ανιδιοτελής αίσθηση «αδελφοσύνης» εμφανίζεται στην ταινία «Ραντεβού Εκεί Ψηλά» του Αλμπέρ Ντιμποντέλ.
Ο Εντουάρ και ο Αλμπέ δεν έχουν κανένα κοινό πέρα από τον πόλεμο, αλλά η αφοσίωση μεταξύ τους δεν αλλοιώνεται ποτέ, παρά τις συγκλονιστικές περιπέτειες και κομπίνες που τους επιφυλάσσει το μέλλον.
Η ταινία «Ραντεβού Εκεί Ψηλά» κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη, 22 Μαρτίου από την ODEON.